- οργανώσιμος
- η , ο [ος , ον ] поддающийся организации
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οργανώσιμος — η, ο αυτός που μπορεί να υποστεί οργάνωση, ο δεκτικός οργάνωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οργάνωση. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Τ. Ε. Δρακούλη] … Dictionary of Greek